- ορεσκώος
- ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, -ον (Α)1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό ὀρεσ- (< ὄρος* [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. κεῖμαι «βρίσκομαι, είμαι ξαπλωμένος». Το μακρό φωνήεν ῳ- τού β' συνθετικού -κῷος (αντί ενός αναμενόμενου -κοῖος), το οποίο οφείλεται κατά μία άποψη σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].
Dictionary of Greek. 2013.